Thursday, June 16, 2016

Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ Η ΜΙΑ, ΑΓΙΑ, ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ Ζ΄


Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ Η ΜΙΑ, ΑΓΙΑ, ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Ζ΄

Του Γραφείου επί των αιρέσεων της Ι. Μ. Πειραιώς
=====

  Η κατ’  ακρίβεια και η κατ’ οικονομία πράξη.

Στην εκκλησιαστική πράξη παρουσιάζεται μία διαφοροποίηση στον τρόπο εισδοχής των «προστιθεμένων τη ορθοδοξία»: α) Από τη μία πλευρά έχουμε τους οικουμενικού κύρους  Αποστ-46, -47, -50 και -68,  τον Κυπρ-1 και τους δύο κανόνες του Μ. Βασιλείου (1ο και 47ο), οι οποίοι, εκθέτοντας τις βασικές εκκλησιολογικές θεολογικές αρχές της Εκκλησίας, αρνούνται κατηγορηματικά το βάπτισμα και τα λοιπά μυστήρια των αιρετικών, και επιτάσσουν τον (ανα)βαπτισμό των προσερχομένων  στην Ορθοδοξία, και β) τους Β-7,  Στ-95 και μερικώς οι Βασιλ-1, και 47, οι οποίοι σε ορισμένες περιπτώσεις και υπό ορισμένες προϋποθέσεις δίνουν τη δυνατότητα εισδοχής των πρώην αιρετικών στην Εκκλησία μόνο με λίβελλο και χρίσμα. Πως συνδυάζονται όμως οι δύο αντικρουόμενες, φαινομενικά, πρακτικές;  Και γιατί η ΣΤ΄εν Τρούλλω επικύρωσε τους «αντιφατικούς» αυτούς  κανόνες; Ο κανόνας του Αγ. Κυπριανού, οι Αποστολικοί και οι του Μ. Βασιλείου είναι σαφές ότι καθορίζουν τα θεολογικά κριτήρια προσέγγισης του ζητήματος αυτού. Σύμφωνα λοιπόν με τους επικυρωμένους από τις Οικουμενικές Συνόδους κανόνες, η Εκκλησία ουδέποτε αναγνώρισε ως έγκυρο το βάπτισμα των αιρετικών, ως παρέχον σώζουσα Θεία Χάρη που συγχωρεί αμαρτίες, αναγεννά τον βαπτιζόμενο και τον εντάσσει στο Σώμα του Χριστού, διότι εκτός της Εκκλησίας δεν ενεργεί η τελετουργική των μυστηρίων Χάρις του Αγ. Πνεύματος. Όλοι οι μεγάλοι Πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς και οι Οικουμενικές Σύνοδοι ομογνωμούν απολύτως στο σημείο αυτό. Η έντονη διένεξη Καρχηδόνος–Ρώμης, (Αγ. Κυπριανού –Αγ. Στεφάνου), διεσάφησε πλήρως το θέμα! Και για τον λόγο αυτό η Πενθέκτη δεν επικύρωσε τις απόψεις του πάπα Αγ. Στεφάνου, αλλά προσέδωσε οικουμενικό κύρος στον Κυπρ-1 και τους συναφείς με αυτόν κανόνες, εντάσσοντάς τους στους επικυρωμένους κανόνες Τοπικών Συνόδων και Αγ. Πατέρων: ουσιαστικά θέλησε να περιβάλει με οικουμενικό κύρος τη θεολογία-εκκλησιολογία του κανόνος.

Ο Μ. Βασίλειος, που συμφωνεί και επαυξάνει τη θεολογική προσέγγιση της Συνόδου του Αγ. Κυπριανού, εξηγεί και το γιατί η Εκκλησία δέχεται τους προσερχομένους από ορισμένες αιρέσεις χωρίς να τους βαπτίζει. Δεν πρόκειται περί θεολογικών, αλλά καθαρά περί ποιμαντικών λόγων. Ο Μ. Βασίλειος συναινεί να μη βαπτίζονται οι προσερχόμενοι από ορισμένες αιρέσεις, πρακτική που εφαρμοζόταν σε Εκκλησίες της Μ. Ασίας η της Ρώμης «οικονομίας ένεκα των πολλών», (Βασιλ-1), η «οικονομίας τινός ένεκα» (Βασιλ-47), όπως χαρακτηριστικά σημειώνει. Επίσης, ο ίδιος, ενώ υπεραμύνεται της θεολογικής ακρίβειας, προτείνει  και  την κατ’ οικονομία πράξη «εάν μέντοι μέλλη τη καθόλου οικονομία εμπόδιον έσεσθαι τούτο, πάλιν τω έθει χρηστέον και τοις οικονομήσασι τα καθ’ ημάς Πατράσιν ακολουθητέον. Υφορώμαι γαρ μήποτε, ως βουλόμεθα οκνηρούς αυτούς περί το βαπτίζεινποιήσαι, εμποδίσωμεν τοις σωζομένοις δια το της προτάσεως αυστηρόν».  

Αντιδιαστέλλεται, λοιπόν, η θεολογική ακρίβεια («το της προτάσεως αυστηρόν»), από την ποιμαντική οικονομία («το έθος των πατέρων»). Με άλλα λόγια, η Εκκλησία, χρησιμοποιώντας τη θεολογική ακρίβεια σε όλους τους τόνους, αποφαίνεται ότι δεν υφίσταται έγκυρο βάπτισμα στην αίρεση. Αξιοποιώντας όμως την ποιμαντική οικονομία, υποδέχεται όσους μετανοημένοι αρνούνται την αίρεση και προσέρχονται στην Εκκλησία μόνο με την τέλεση του ιερού Χρίσματος και τη Θ. Μετάληψη και όχι δια του τριπλού μυστηρίου της Χριστιανικής μυήσεως (Βάπτισμα-Χρίσμα-Θ. Ευχαριστία), όπως προβλέπει η κατ’ ακρίβεια πράξη. Σε όλες τις περιπτώσεις, όμως, απαιτείται ρητή άρνηση και αναθεματισμός των αιρέσεων, των αιρετικών διδασκαλιών, ακόμα  και των «εξάρχων των αιρέσεων».

Η κατ’ οικονομία εκκλησιαστική πράξη έλαβε και συνοδική επικύρωση με τους Β-7 και Στ-95. Είναι χαρακτηριστικό, όμως, ότι ούτε οι κανόνες αυτοί ούτε ο Μ. Βασίλειος προβάλλουν κάποια θεολογική αιτιολογία που να ακυρώνει τους κανόνες που εκφράζουν τη θεολογική ακρίβεια. Ενώ οι κανόνες που απορρίπτουν το αιρετικό «βάπτισμα» παρέχουν σύντομη, η πολύ αναλυτική θεολογική αιτιολόγηση, οι κανόνες που προτείνουν την οικονομία στην εισδοχή των πρώην αιρετικών δεν προβάλουν καμία θεολογική αιτιολόγηση. Είναι κατ’ οικονομία. Αυτό και μόνο αρκεί. Η μόνη αιτιολόγηση προέρχεται από τον Μ. Βασίλειο: «οικονομίας ένεκα των πολλών… Εάν μέντοι μέλλη τη καθόλου οικονομία εμπόδιον έσεσθαι τούτο. Υφόρομαι γαρ μήποτε, ως βουλόμεθα οκνηρούς αυτούς περί το βαπτίζειν ποιήσαι, εμποδίσωμεν τοις σωζομένοις διά το της προτάσεως αυστηρόν»(Βασιλ-1). Κανένας θεολογικός-εκκλησιολογικός λόγος δεν προβάλλεται. Μόνο η ποιμαντική ανάγκη της σωτηρίας δια της μετοχής στη ζωή της Εκκλησίας, εφ’  όσον ο άνθρωπος έχει μετανοήσει και φύγει από την αίρεση.  Ο Αγ. Κύριλλος είναι επιγραμματικός επ’  αυτού: «καν είδης συντρέχοντας νυν τη ορθή πίστει αμνησικάκει περί των παρελθόντων… οικονομίας ένεκα, μη ακριβολογούμενος σφόδρα περί τους μεταγιγνώσκοντας… ταύτα γράφω ου τισι χαριζόμενος, αλλ’  ειδώς, ότι καλή μάλλον εν τούτοις η οικονομία».[7]

Επίσης, ούτε ο Μ. Βασίλειος ούτε οι ιεροί Κανόνες ούτε οι Οικουμενικές Σύνοδοι προσπαθούν στην κατ’ οικονομία πράξη να θεμελιώσουν επιχειρήματα για να ακυρώσουν βασικές εκκλησιολογικές αρχές (ανυπαρξία τελεσιουργικής των μυστηρίων Θ. Χάριτος στην αίρεση, ανυπαρξία ιερών Μυστηρίων εκτός Εκκλησίας, διάκριση Εκκλησίας-αίρεσης, αλήθειας-πλάνης κ.ο.κ.). Ποτέ! Όπως στη σημερινή εκκλησιαστική πράξη η κατ’ οικονομία δυνατότητα τελέσεως αεροβαπτίσματος από Ορθόδοξη νοσηλεύτρια δεν υπονοεί ότι η νοσηλεύτρια έχει την ειδική ιερωσύνη, η ότι  μπορεί να τελέσει κατ’ οικονομία και άλλα μυστήρια, έτσι για την εκκλησιαστική μας παράδοση με την κατ’ οικονομία εισδοχή των αιρετικών, με κανένα τρόπο δεν αναγνωρίζονται τα μυστήρια των αιρετικών! Είναι, άλλωστε, αδιανόητο η οικονομία του αεροβαπτίσματος να χρησιμοποιηθεί ως θεολογικός λόγος για τη διεκδίκηση της ιερωσύνης των γυναικών. Κατά τον ίδιο τρόπο ήταν αδιανόητο για τους Πατέρες οι αιρετικοί να διεκδικήσουν εγκυρότητα των «μυστηρίων» τους, όπως γίνεται σήμερα στην Οικουμενική Κίνηση!  Είναι σαφής επ’ αυτού η απόφαση της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής (1971), η οποία στο κείμενο «Η οικονομία εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία» εύστοχα σημειώνει: «Η Ορθόδοξος ημών Εκκλησία  αποβλέπει…α) εις την διατήρησιν κατά πρώτον και κύριονλόγον της εαυτής πίστεως και διδασκαλίας τελείως ανοθεύτου και ανεπηρεάστου εκ της κατ’ οικονομίαν τοιουτοτρόπου συγκαταβάσεως αυτής προς τους έξω. “Διότι ου συγχωρεί συγκατάβασις εις τα της ορθοδόξου πίστεως, και τότε τας οικονομίας ο ορθός λόγος μεταχειρίζεται, ότε το δόγμα της ευσεβείας ουδέν παραβλάπτεται”».[8] Δηλαδή  η κατ’ οικονομία πράξη για την εισδοχή πρώην αιρετικών δε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως θεολογικό προηγούμενο για την τροποποίηση, ουδέ στο ελάχιστο, της πίστης και της διδασκαλίας της Εκκλησίας, αναφορικά με την αυτοσυνειδησία της και την “εκκλησιαστικότητα” των ετεροδόξων! Ο αείμνηστος Μητροπολίτης Γέρων Εφέσου Χρυσόστομος (Κωνσταντινίδης), (Πρόεδρος της Γ΄ Π.Π.Δ.), σημειώνει απ’ αυτού: «άλλο είναι το θέμα της κατ’ αρχήν και εξ αντικειμένου αναγνώρισης των μυστηρίων των αιρετικών και σχισματικών καθ’ εαυτά και άλλη είναι η περίπτωση της εισδοχής των μεταστρεφομένων  στην ορθοδοξία ετεροδόξων με τα μυστήρια που έχουν δεχθεί στην ετερόδοξη εκκλησία, από την οποία προέρχονται».[9] Επίσης ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας σε Συνέδριο για τους Ιερούς Κανόνες, (Βόλος, 10.5.2014), δήλωνε κατηγορηματικά ότι η κατ’ οικονομία πράξη της Εκκλησίας να μην αναβαπτίζει τους προσερχομένους από ορισμένες αιρέσεις «δεν συνεπάγετο και την αυτόματη αναγνώριση της εγκυρότητος των μυστηρίων, του βαπτίσματος και του χρίσματος των αιρετικών ή των σχισματικών … Η κατ’ οικονομία αποδοχή της επιστροφής των αιρετικών δεν συνεπάγεται αυτόματα την αναγνώριση ή την κοινωνία μετά των αιρετικών και μάλιστα εν τοις μυστηρίοις».[10]

Τέλος, ας προσέξουμε ότι ουδέποτε η Εκκλησία χρησιμοποίησε την οικονομία για να αφήσει τον άνθρωπο στην πλάνη και την αίρεση, αποκοιμίζοντάς τον ότι δήθεν δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα να παραμένει στην πλάνη… Αυτό δεν είναι ποιμαντική οικονομία, αλλά απάνθρωπη συμπεριφορά και ασυγχώρητη κατά του Αγίου Πνεύματος βλασφημία! Διαβάζοντας το Κείμενο της Ε΄ Π.Π.Δ.  δε μπορούμε, δυστυχώς, να συναντήσουμε  όλη αυτή την πλούσια προβληματική της Εκκλησίας μας: την φιλάνθρωπη διπλή πρακτική και αλληλοσυμπλήρωση μεταξύ ακρίβειας και οικονομίας με μοναδικό σκοπό τη σωτηρία του ανθρώπου!  Αντίθετα, έχουμε μία πρόχειρη και γενικόλογη προσέγγιση, η οποία αφήνει πολλά ερωτηματικά και προπαντός οδηγεί σε σκοτεινές θεολογικές ατραπούς.


(Συνεχίζεται) 

No comments:

Post a Comment