Saturday, March 19, 2016

ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ


Συνέντευξη του Καθηγητή κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ»

Μία Σύνοδος μέ ἔλλειμμα συνοδικότητος
καί ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας

«Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»
______

Δημοσιογράφος: Αὐτό θά ἦταν πολύ παρήγορο γιά ὅλους μας καί ἐνδεχομένως θά ἔπαυαν καί πολλά ἄλλα ἐρωτήματα, προβληματικοί συλλογισμοί, ἀλλά καί κριτική, πού δέχεται αὐτή ἡ Σύνοδος. Νά ἐπανέλθουμε, λοιπόν, ἀκριβῶς στά θέματα αὐτῆς τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Μία Πανορθόδοξη Σύνοδος, μᾶς τό τονίζετε ἰδιαιτέρως, κύριε Καθηγητά, πού διεκδικεῖ τόν χαρακτῆρα τῆς Μεγάλης Συνόδου, δηλαδή τῆς Οἰκουμενικῆς, δέν θά πρέπει νά ἀσχοληθεῖ καί μέ κάποιο σοβαρό θέμα τῆς πίστεώς μας; Γιατί ἀπό τά θέματα αὐτά πού ἔχουμε, ποιό θά μπορούσαμε νά ποῦμε, ὅτι εἶναι τό σοβαρό θέμα τῆς πίστεώς μας; Ὑπάρχει τέτοιο δογματικό πρόβλημα στά θέματα, πού τέθηκαν στή Σύνοδο, ἡ ὁποία πρόκειται νά συνέλθει;

Καθηγητής: Ναί, ὑπάρχει τέτοιο δογματικό ζήτημα καί αὐτό τίθεται στό θέμα, πού ἔχει τίτλο: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον». Ἐδῶ, τίθεται ἕνα κατεξοχήν δογματικό θέμα, πού ἔχει ἐκκλησιολογικό χαρακτῆρα. Ἀναφέρεται, δηλαδή, στήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας, στό τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία καθεαυτήν. Καί στό θέμα αὐτό, εἰδικῶς, ἀναφέρθηκα ἀναλυτικότερα στήν πρώτη μου Ἐπιστολή, πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μέ κοινοποίησή της σέ ὅλους τούς Ἀρχιερεῖς τῆς χώρας, μέ τήν ἡμερομηνία 3/2/16, δηλαδή πρίν ἀπό λίγες μέρες, ἡ ὁποία δημοσιοποιήθηκε ἀπό κάποιους καί στό διαδίκτυο. Τήν Ἐπιστολή μου αὐτή τήν ἔχω μπροστά μου καί μπορῶ νά σᾶς διαβάσω τά κύρια ἐπιχειρήματά μου καί τήν τελική ἀποτίμησή μου, πού εἶναι νά ἀποσυρθεῖ πλήρως τό κείμενο αὐτό, ἐπειδή εἰσηγεῖται τήν θεσμική νομιμοποίηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

Δημοσιογράφος: Νομίζω, ὅτι ἀξίζει νά μᾶς τό διαβάσετε. Θά ἐνδιέφερε πάρα πολύ, γιατί ὄντως ἔχουν προκληθεῖ καί οἱ πρῶτες ἀντιδράσεις ἀκριβῶς σ’ αὐτό τό κείμενο, πού πάσχει ἀπό δογματικῆς ἀπόψεως.

Καθηγητής: Ναί. Καί τά σχόλια καί οἱ ἀντιδράσεις, στίς ὁποῖες ἀναφέρεσθε, πρέπει νά σᾶς πῶ, ὅτι ἔφτασαν καί στά δικά μου αὐτιά, εὐήχως. Δηλαδή, ἐκτιμήθηκε θετικά αὐτή ἡ παρέμβαση. Συγκεκριμένα, γράφω στήν Ἐπιστολή αὐτή, ἡ ὁποία, ὅπως εἶπα, δημοσιοποιήθηκε, ὁπότε δέν ἀποτελεῖ κάτι τό ἀπόρρητο: «Τό κείμενο αὐτό», γράφω, «ἐμφανίζει κατά συρροή τήν θεολογική ἀσυνέπεια, ἀλλά καί τήν ἀντίφαση. Ἔτσι, στό ἄρθρο 1 διακηρύσσει τήν ἐκκλησιαστική αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, θεωρώντας αὐτήν –πολύ σωστά– ὡς τήν «Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία». Ὅμως, στό ἄρθρο 6 παρουσιάζει μιά ἀντιφατική πρός τό παραπάνω ἄρθρο (1) διατύπωση. Σημειώνεται χαρακτηριστικά, ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς». Στήν προκειμένη περίπτωση, τό κείμενο ὑπαινίσσεται τούς Ρωμαιοκαθολικούς καί τήν πανσπερμία τῶν Προτεσταντῶν.

«Ἐδῶ γεννᾶται τό εὔλογο θεολογικό ἐρώτημα: Ἄν ἡ Ἐκκλησία εἶναι «ΜΙΑ», κατά τό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας (Ἄρθρο 1), τότε, πῶς γίνεται λόγος γιά ἄλλες Χριστιανικές Ἐκκλησίες; Εἶναι προφανές, ὅτι αὐτές οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες εἶναι ἑτερόδοξες». Ἡ λέξη ‘‘ἑτερόδοξος’’ εἶναι μία κομψή, εὐγενική ἔκφραση τοῦ ‘‘αἱρετικός’’. Γιατί, ἑτέρα δόξα γιά τόν Θεό εἶναι ἡ αἵρεση.

«Οἱ ἑτερόδοξες ὅμως «ἐκκλησίες» δέν μποροῦν νά κατονομάζονται καθόλου ὡς «ἐκκλησίες» ἀπό τούς Ὀρθοδόξους, ἐπειδή δογματικῶς θεωρούμενα τά πράγματα, δέν μπορεῖ νά γίνεται λόγος γιά πολλότητα «ἐκκλησιῶν», μέ διαφορετικά δόγματα καί μάλιστα σέ πολλά θεολογικά θέματα. Κατά συνέπεια, ἐνόσω οἱ «ἐκκλησίες» αὐτές παραμένουν ἀμετακίνητες στίς κακοδοξίες τῆς πίστεώς τους, δέν εἶναι θεολογικά ὀρθό νά τούς ἀναγνωρίζουμε ἐκκλησιαστικότητα –καί μάλιστα θεσμικά– ἐκτός τῆς «Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας».

Στό ἴδιο ἄρθρο (6) ὑπάρχει καί δεύτερη σοβαρή θεολογική ἀντίφαση. Στήν ἀρχή τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ σημειώνεται τό ἑξῆς: «Κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῇ». Στό τέλος, ὅμως, τοῦ ἴδιου ἄρθρου γράφεται, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ τήν συμμετοχή της στήν Οἰκουμενική Κίνηση ἔχει ὡς «ἀντικειμενικόν σκοπόν τήν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρός τήν ἑνότητα».

Ἐδῶ, τίθεται τό ἐρώτημα: Ἐφόσον ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δεδομένη, τότε τί εἴδους ἑνότητα Ἐκκλησιῶν ἀναζητεῖται στό πλαίσιο τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως; Μήπως ὑπονοεῖται ἡ ἐπιστροφή τῶν Δυτικῶν χριστιανῶν στή ΜΙΑ καί μόνη Ἐκκλησία; Κάτι τέτοιο, ὅμως, δέν διαφαίνεται ἀπό τό γράμμα καί τό πνεῦμα σύνολου τοῦ Κειμένου. Ἀντίθετα, μάλιστα, δίνεται ἡ ἐντύπωση, ὅτι ὑπάρχει δεδομένη διαίρεση στήν Ἐκκλησία καί οἱ προοπτικές τῶν διαλεγομένων ἀποβλέπουν στήν διασπασθεῖσα ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.

Θεολογική σύγχυση προκαλεῖ μέ τήν ἀσάφειά του καί τό ἄρθρο 20, τό ὁποῖο λέγει: «Αἱ προοπτικαί τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τῶν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν προσδιορίζονται πάντοτε ἐπί τῇ βάσει τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως (κανόνες 7 τῆς Β΄ καί 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῶν Συνόδων)».

Ὅμως, οἱ Κανόνες 7 τῆς Β΄ καί 95 τῆς Πενθέκτης κάνουν λόγο γιά τήν ἀναγνώριση συγκεκριμένων αἱρετικῶν, πού ἐκδηλώνουν ἐνδιαφέρον γιά προσχώρηση στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἀλλά, ἀπό τό γράμμα καί τό πνεῦμα τοῦ θεολογικῶς κρινομένου κειμένου ἀντιλαμβανόμαστε, ὅτι δέν γίνεται καθόλου λόγος γιά ἐπιστροφή τῶν ἑτεροδόξων στήν Ὀρθόδοξη καί μόνη Ἐκκλησία. Ἀντίθετα, στό κείμενο θεωρεῖται τό Βάπτισμα τῶν ἑτεροδόξων ἐκ προοιμίου –καί χωρίς Πανορθόδοξη ἐπ’ αὐτοῦ ἀπόφαση– ὡς δεδομένο. Μέ ἄλλα λόγια, τό Κείμενο υἱοθετεῖ τήν «βαπτισματική θεολογία». Ταυτόχρονα, ἀγνοεῖται σκοπίμως τό ἱστορικό γεγονός, ὅτι οἱ σύγχρονοι ἑτερόδοξοι τῆς Δύσεως (Ρ/λικοί καί Προτεστάντες) ἔχουν ὄχι ἕνα, ἀλλά σωρεία δογμάτων, πού διαφοροποιοῦνται ἀπό τήν πίστη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας (ἐκτός τοῦ filioque, κτιστή Χάρη τῶν μυστηρίων, πρωτεῖο, ἀλάθητο, ἄρνηση τῶν εἰκόνων καί τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων κ.ἄ.).


Εὔλογα ἐρωτηματικά ἐγείρει καί τό ἄρθρο 21, ὅπου σημειώνεται, ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία... ἐκτιμᾶ θετικῶς τά ὑπ’ αὐτῆς (ἐνν. τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καί Τάξις») ἐκδοθέντα θεολογικά κείμενα... διά τήν προσέγγισιν τῶν Ἐκκλησιῶν». Ἐδῶ, θά πρέπει νά παρατηρήσουμε, ὅτι τά Κείμενα αὐτά δέν κρίθηκαν ἀπό τίς Ἱεραρχίες τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν». Αὐτό εἶναι θεμελιακό, διότι ἀκυρώνει στήν οὐσία τό Συνοδικό Σύστημα τῆς Ἐκκλησίας.

No comments:

Post a Comment