Monday, August 3, 2015

Η ΕΞΟΔΟΣ ΤΟΥ π. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΟΥ ΦΑΝΑΡΙΟΥ Β΄



Η ΕΞΟΔΟΣ ΤΟΥ π. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΟΥ ΦΑΝΑΡΙΟΥ

Β΄

Ἀπάντηση σέ σχόλιο τοῦ Μεγάλου Πρωτοπρεσβυτέρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου π. Γεωργίου Τσέτση

Του π.  Άγγελου Αγγελακόπουλου
=====

Στό ἐν λόγω ἄρθρο ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης ἀπαντᾶ στίς κατηγορίες τοῦ π. Ἰουστίνου Πόποβιτς γιά τόν ρόλο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στήν προπαρασκευή τῆς Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδοξίας, τίς ὁποῖες διετύπωσε σέ σχετικό ὑπόμνημά του πρός τήν Ἱεραρχία τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας. Ὁ π. Θεόδωρος ἀνασκευάζει τίς αἰτιάσεις τοῦ π. Ἰουστίνου, κάνοντας μιά σύντομη ἀναδρομή στήν ἱστορία καί τήν προσφορά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου κατά τήν Τουρκοκρατία. Καταφέρεται ἐναντίον τοῦ Ἑλληνικοῦ αὐτοκεφάλου. Ἀναφέρεται στήν ἔκπτωση τῆς θεολογίας στόν ἑλλαδικό χῶρο καί τονίζει ὅτι τήν Ὀρθοδοξία προστάτευσε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί στόν χῶρο τῶν χειμαζομένων πρεσβυγενῶν πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς, ὅπου οἱ ξένες προπαγάνδες ἀσκοῦσαν ἐντόνως τόν προσυλητισμό. Ὁ π. Θεόδωρος κρίνει ὡς ἀβάσιμες τίς κατηγορίες τοῦ π. Ἰουστίνου Πόποβιτς γιά τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί ἀποδίδει τήν ἄδικη κριτική τοῦ π. Ἰουστίνου σέ παρερμηνεία τῆς στάσεως τοῦ Πατριαρχείου ἔναντι τοῦ Μοναχισμοῦ καί σέ ἐλλιπή καί ἐσφαλμένη πληροφόρηση τοῦ    π. Ἰουστίνου. Ὁ π. Θεόδωρος ἐμφανίζεται μέσα ἀπό τίς σελίδες τοῦ ἄρθρου πρόμαχος τῆς ἐκκλησιαστικῆς γραμμῆς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας εἶναι, κατά τόν π. Θεόδωρο Ζήση, μία προσωπικότης, πού ἐγράφη «χρυσοῖς γράμμασιν εἰς τάς σελίδας τῆς Ὀρθοδόξου ἱστορίας». 

Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί ἡ πατριαρχία Δημητρίου «πορεύεται ἐπί τῆς ὁδοῦ αὐτῆς τῆς ἀπαραχαράκτου τηρήσεως τῆς Ὀρθοδοξίας». Καί γιά νά κάνει σαφέστερο αὐτό ὁ π. Θεόδωρος, παραπέμπει σέ ὁμιλία τοῦ Φιλαδελφείας Βαρθολομαίου, νῦν Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, κατά τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας τό 1976, σέ συνέντευξη τοῦ Τρανουπόλεως Δαμασκηνοῦ, μετέπειτα Ἑλβετίας καί κατόπιν Ἀδριανουπόλεως, σέ ἰταλικό περιοδικό, καί τέλος σέ κήρυγμα τοῦ μακαριστοῦ Χαλκηδόνος Μελίτωνος, ὁ ὁποῖος προέβη σέ διάκριση μεταξύ ἀνατολικῆς καί δυτικῆς εὐσεβείας. Αὐτοί τότε ἐμφανίζονταν ὡς παραδοσιακοί Ὀρθόδοξοι, γιά νά καταλήξουν στή συνέχεια ἐνθουσιώδεις οἰκουμενιστές. Πρέπει νά ἀσχοληθεῖ καί μ’ αὐτές τίς ἀλλαγές ὁ Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος, γιά νά φανοῦν δύο πράγματα: ἐν πρῶτοις ὅτι ἡ ἀλλαγή τοῦ π. Θεοδώρου ἦταν πρός τήν Ὀρθοδοξία, ἐνῶ τῶν πατριαρχικῶν καί τοῦ ἰδίου πρός τήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καί δεύτερον ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός δέν ὠφέλησε καθόλου, διότι, ἀντί νά στρέψει τούς ἑτεροδόξους πρός τήν Ὀρθοδοξία, ἔστρεψε τούς Ὀρθοδόξους πρός τήν αἵρεση.

Στό ἐν λόγω ἄρθρο του ὁ π. Θεόδωρος χαρακτηρίζει τήν Μόσχα ὡς νεοπαπιστική, διότι αὐτοβούλως, χωρίς πανορθόδοξη ἀπόφαση, εἶχε ἐπιτρέψει τήν διακοινωνία μέ τούς Παπικούς, τήν μετάδοση δηλ. τῆς Θείας Κοινωνίας. Γράφει ἐπί λέξει: «Καί σήμερον, ὅμως, ἡ Μόσχα εἶναι τό μοναδικόν παράδειγμα αὐτοκεφάλου ὀρθοδόξου ἐκκλησίας, πού δέν συμμορφοῦται πρός τήν κοινήν τῶν Ὀρθοδόξων γραμμήν, ἀλλ'ἐπιβάλλει κατά νεοπαπιστικόν τρόπον ὅ,τι αὐτή θεωρεῖ ὡς ὀρθόν». Στά ἐπιλεγόμενα τοῦ ἄρθρου του ὁ π. Θεόδωρος συνοψίζει τήν ἐπιχειρηματολογία του: «Ἔχει δικαίωμα καί καθῆκον ὁ π. Ἰουστῖνος νά ἐκφράζη τάς ἀπόψεις του περί τῆς Μεγάλης Συνόδου καί περί τῶν ἐνεργειῶν προσώπων, πού ἠργάζοντο γιά τήν προπαρασκευήν της. Ἐπραξεν, ὅμως, κακῶς μέ τό νά στήση εἰς τό ἑδώλιον τοῦ κατηγορουμένου τήν Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως. Ὅλαι αἱ ἀποφάσεις λαμβάνονται δημοκρατικῶς καί συνοδικῶς, καθιστῶσαι οὕτως συνυπευθύνους ὅλας τάς ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας. Ὤφειλε διά τοῦτο νά τρίξη τούς ὀδόντας πρός ὅλας τάς κατευθύνσεις, καί πρός τήν ἰδικήν του Ἐκκλησίαν ἀκόμη (τήν Σερβική), ἐκπρόσωποι τῆς ὁποίας μετέχουν πάντοτε τῶν σχετικῶν συσκέψεων καί ὄχι νά φορτώνη τά πάντα εἰς τούς ὤμους τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, εἰς ἥν στενοκάρδως οὐδέν ἀγαθόν βλέπει. Ἀσφαλῶς δέν ἐπιθυμεῖ νά καμφθοῦν τά γόνατα τοῦ ἱστορικοῦ αὐτοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας κέντρου. Αὐτό θά ἀπετέλει πλῆγμα βαρύτατον, διότι τό γκρέμισμα αὐτοῦ τοῦ στύλου, θά ἀποδυναμώσει καί τά ἄλλα ἑδραιώματα καί τούς ἄλλους θεσμούς. 

Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, φορτωμένον μέ τήν πεῖραν τῶν αἰώνων, ἀπέδειξε ὅτι εἶναι ἱκανόν νά διατηρήση τήν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας μέσα εἰς τήν πολλαπλότητα τῶν ἐθνικῶν ἰδιορρυθμιῶν καί νά ἀναπτύξη τόν Ὀρθόδοξον πολιτισμόν, βασικόν γνώρισμα τοῦ ὁποίου εἶναι αὐτή ἀκριβῶς ἡ πολλότης, ἡ ποικιλία, ἡ δημοκρατικότης. Ποία ἄλλη Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θά ἠμποροῦσε νά ἀναλάβη αὐτόν τόν ρόλον, χωρίς τόν κίνδυνον τῆς διαιρέσεως, ὄχι μόνο ἐκ τῆς ἀπουσίας τῆς ἱστορικῆς ἐμπειρίας, ἀλλά ἐκ τῆς καινοτόμου αὐτῆς ἀλλαγῆς, ὡς καί τοῦ ἐνδεχομένου ἐξάρσεως ἐθνοφυλετικῶν τάσεων»;

(Συνεχίζεται)

No comments:

Post a Comment