Friday, June 17, 2011

ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1975 ΑΝΟΙΞΕ ΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΧΩΡΙΣΜΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ



ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ

Χωρισμός ή συναλληλία;

Του Θεόδωρου Ζήση, Πρωτοπρεσβυτέρου,
Καθηγητού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

===================


Το Σύνταγμα του 1975 άνοιξε το δρόμο για το χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας

_____________

Από την ανάλυση αυτή μας ενδιαφέρει εδώ να κρατήσουμε και να επισημάνουμε ότι μέχρι το 1975 υπήρχε στενός δεσμός μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, ότι η ελληνική Πολιτεία εθρήσκευε και δεν είχε καμμία σχέση με το μοντέλο του κοσμικού ή λαϊκού κράτους. Δεν θα σχολιάσουμε τους λόγους της ευνοϊκής αυτής θέσεως της Εκκλησίας, αν οφειλόταν μόνον εις το ότι ήταν η θρησκεία της πλειοψηφίας και εις το ότι οι λειτουργοί της είχαν βοηθήσει κατά την δουλεία το Γένος, και αν επρόκειτο για παραχώρηση προνομίων από την Πολιτεία στην Εκκλησία. Ίσως στη συνέχεια δοθεί η ευκαιρία να τοποθετηθούμε και σ' αυτά.

Σημασία έχει η διαπίστωση, η πολύ σημαντική, που δεν την έχουμε επαρκώς συνειδητοποιήσει, ότι με το σύνταγμα του 1975 η Ελλάδα παύει να είναι «θρησκεύον» χριστιανικό κράτος, παίρνει σαφείς αποστάσεις από την χριστιανική ορθόδοξη ταυτότητά της και προσπαθεί να εκκοσμικευθεί, προχωρεί προς την κατεύθυνση του χωρισμού Εκκλησίας και Κράτους. Η προσπάθεια μάλιστα αυτή ήταν τολμηρότερη και ευρύτερη στο κυβερνητικό σχέδιο του Συντάγματος, περιορίσθηκε όμως στο τελικό κείμενο μετά από τις αντιδράσεις της Εκκλησίας και άλλων φορέων.

Διερωτάται λοιπόν κανείς πόσα περιθώρια συνεργασίας και συμπορεύσεως υπάρχουν και απομένουν σ' αυτήν την πορεία αποδεσμεύσεως Εκκλησίας και Πολιτείας, η οποία χαρακτηρίζεται από ευμενή ή δυσμενή ουδετερότητα της Πολιτείας ή από πλήρη αδιαφορία της για τα θέματα της Εκκλησίας.

Αυτό μοιάζει με το να δεχθούμε ότι οι σύζυγοι δεν συνεργάζονται καλά μέσα στο γάμο για το καλό των παιδιών τους, και ότι θα συνεργασθούν καλύτερα, όταν χωρίσουν, τη στιγμή μάλιστα που ούτε η Εκκλησία ως σύνολο πιστών, ούτε η Πολιτεία ως σύνολο πολιτών ζητούν αυτόν τον χωρισμό, αλλά ωθούν σ' αυτό το διαζύγιο και αναγκάζουν πολιτικοί και τεχνοκράτες, χωρίς να τολμούν να θέσουν το θέμα σε δημοψήφισμα.

Το σύνταγμα του 1975 το κατήρτισε και το εψήφισε δεξιά κυβέρνηση, η οποία έτσι έδωσε καλά δείγματα ευρωπαϊκής νοοτροπίας εν όψει της εντάξεως της χώρας στην ΕΟΚ, την οποία τελικώς και επέτυχε. Τολμηρότερο και αποφασιστικώτερο το κυβερνόν σήμερα κόμμα έθεσε το θέμα του χωρισμού Εκκλησίας και Πολιτείας στην ιδρυτική του διακήρυξη, όπου τονίζει την ανάγκη του οριστικού χωρισμού Εκκλησίας και Πολιτείας. Οι παρατηρήσεις μάλιστα της ομάδος που συνέστησε τότε το κόμμα για την κρίση του κυβερνητικού σχεδίου συντάγματος, εκδεδομένες σε ειδικό τομίδιο, τον πρόλογο του οποίου υπογράφει ο σημερινός πρωθυπουργός (Κ. Σημίτης), στην σχετική ενότητα περί Κράτους και Εκκλησίας αρχίζουν με την δυσμενή για την Εκκλησία εκτίμηση ότι «Η Ελλάδα είναι σήμερα από τα ελάχιστα ευρωπαϊκά κράτη που έχουν επίσημη θρησκεία, καθορισμένη από το Σύνταγμα της και προνομιακά προστατευόμενη σε σχέση με τις άλλες γνωστές θρησκείες». Οι προτάσεις συμφωνούν στα περισσότερα με το κυβερνητικό σχέδιο και πλειοδοτούν στην αποδυνάμωση της θέσεως της Εκκλησίας μέσα στο Κράτος. Δεν αποτολμήθηκε βέβαια από τότε αλλαγή της καταστάσεως. Στις προθέσεις πάντως των κυβερνώντων δεν υπήρχε ευμενής ή ουδέτερος χωρισμός, αλλά δυσμενής και επαχθής για την Εκκλησία, χωρίς περιθώρια συνεργασίας και συμπορεύσεως, όπως φάνηκε από την ψήφιση του νόμου 1700/1987 για την εκκλησιαστική περιουσία, ο οποίος ήγειρε θύελλα αντιδράσεων, όχι μόνο γιατί ουσιαστικά εδήμευε την εκκλησιαστική και μοναστηριακή περιουσία, καταπατώντας τους ιερούς κανόνες και το δικαίωμα ιδιοκτησίας των μονών, αλλά και διότι επενέβαινε και στη διοίκηση της Εκκλησίας με τις διατάξεις για τα ενοριακά συμβούλια και την εκλογή των επισκόπων.

Αναφερθήκαμε στα ανωτέρω όχι για να πολιτικολογήσουμε υπέρ του ενός ή του άλλου κόμματος. Αυτό δεν έχει νόημα, αφού σχεδόν το σύνολο των κομμάτων συμφωνούν σε γενικές γραμμές για τον χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας. Είναι δυστύχημα για τον ελληνικό πολιτικό βίο, για τον ελληνορθόδοξο πολιτισμό, με εξαίρεση ίσως τον πρώτο κυβερνήτη, τον Ιωάννη Καποδίστρια, που γι' αυτό άλλωστε δολοφονήθηκε, και τον στρατηγό Μακρυγιάννη, πως δεν βρέθηκαν πολιτικοί που θα κουβαλούσαν και θα διέσωζαν μέσα τους τις παραδόσεις, το μεγαλείο της Ρωμιοσύνης, για να το μετουσιώσουν σε πολιτική πράξη και να προσδιορίσουν ανάλογα το πολιτικό γίγνεσθαι, με συνέπεια ξένες επιρροές και ξένα σχήματα να αλλοτριώνουν το πολιτιστικό μας πρόσωπο.

Αν λοιπόν η Ευρώπη είναι Ευρώπη των πολιτισμών, και όχι απλώς Ευρώπη πολιτιστικών διαφοροποιήσεων του Λατινοφραγκικού πολιτισμού, ας αναλάβουν τα πολιτικά μας κόμματα την ευθύνη όχι της εκκοσμικεύσεως του κράτους με τον χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας, αλλά της ενδυναμώσεως του δεσμού τους κατά το πρότυπο της βυζαντινής συναλληλίας ή συμφωνίας, που λειτούργησε παραδειγματικά πάνω από χίλια χρόνια.

No comments:

Post a Comment