Sunday, September 19, 2010

ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ - ΙΣΤΟΡΙΑ - ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ - ΜΥΣΤΗΡΙΟ




ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΖΟΥΣΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ π. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΜΕΜΑΝ ΜΕΝΤΟΡΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΔΟΞΟΥ ΚΛΗΡΙΚΟΥ π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΘΕΡΜΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ ΝΕΟΒΑΡΛΑΑΜΙΤΩΝ

_________


«Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

ΤΟΥ π. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΜΕΜΑΝ»


ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΘΑΓΙΑΣΤΙΚΟΝ ΣΤΟΙΧΕΙΟΝ ΣΤΙΣ ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΤΕΛΕΤΕΣ


ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ- ΙΣΤΟΡΙΑ - ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ - ΜΥΣΤΗΡΙΟ




Του πρωτοπρ. ΜΙΧΑΗΛ ΠΟΜΑΖΑΝΚΣΥ († 1987)

========


Ἕνα ξεχωριστὸ τμῆμα τοῦ βιβλίου του π. Αλέξανδρου Σμέμαν ἀσχολεῖται μὲ τὸν σχολιασμὸ τοῦ μυστηρίου τῆς Θ. Εὐχαριστίας. Ὁ συγγραφεὺς διατηρεῖ τὴν ἰδέα ὅτι στὴν πρώτη Ἐκκλησία ἡ Εὐχαριστία εἶχε ἕνα ἐντελῶς διαφορετικὸ νόημα ἀπὸ αὐτὸ ποὺ προσέλαβε μεταγενεστέρως. Ἡ Εὐχαριστία, πιστεύει, ἦταν μία ἔκφρασις τῆς ἐν συνάξει ἐκκλησιολογικῆς ἑνότητος τῶν πιστῶν, τὸ χαροποιὸν συμπόσιον τοῦ Κυρίου, καὶ τὸ ὅλο νόημά της ἐστρέφετο πρὸς τὸ μέλλον, στὴν ἐσχατολογία, καὶ συνεπῶς παρουσιάζετο ὡς μία «λατρεία ἐκτὸς χρόνου», μὴ ἐγκλωβισμένη στὴν ἱστορία ἢ σὲ ἀναμνήσεις· μία ἐσχατολογικὴ λατρεία, γι’ αὐτὸ διέφερε εἰς βάθος ἀπὸ τὶς ἁπλὲς μορφὲς λατρείας, ποὺ ὀνομάζονται στὸ βιβλίο «λατρεία τοῦ χρόνου». Στὸν Δ΄ αἰῶνα παραταῦτα, μᾶς λέγει, ἔλαβε χώρα ἕνας σοβαρὸς μετασχηματισμὸς τοῦ αὐθεντικοῦ χαρακτῆρος τῆς Εὐχαριστίας. Ἐδόθη μία «ἀτομικὴ–ἁγιαστικὴ» ἔννοια, ἡ ὁποία ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα δύο διαστρώσεων: πρῶτον τῆς μυστηριολογικῆς, καὶ ἔπειτα τῆς μοναστικο–ἀσκητικῆς.

Παρὰ τοὺς ἰσχυρισμοὺς τῆς ἱστορικο–λειτουργικῆς σχολῆς, ἡ ἀτομικὴ ἁγιαστικὴ σημασία τοῦ μυστηρίου τῆς Εὐχαριστίας, δηλαδὴ ἡ σημασία ὄχι μόνον τῆς ἑνότητος τῶν πιστῶν μεταξύ τους, ἀλλὰ πρὸ παντὸς τῆς ἑνώσεως ἑκάστου πιστοῦ μετὰ τοῦ Χριστοῦ διὰ τῆς μετοχῆς τοῦ Σώματος καὶ Αἵματός Του, εἶναι πλήρως καὶ ρητῶς ἐκπεφρασμένη ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου στὸ δέκατο καὶ ἑνδέκατο κεφάλαιο τῆς Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς:

«Ὃς ἂν ἐσθίῃ τὸν ἄρτον τοῦτον ἢ πίνῃ τὸ ποτήριον τοῦ Κυρίου ἀναξίως, ἔνοχος ἔσται τοῦ σώµατος καὶ τοῦ αἵµατος τοῦ Κυρίου. ∆οκιµαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω· ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρίµα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει, µὴ διακρίνων τὸ σῶµα τοῦ Κυρίου. ∆ιὰ τοῦτο ἐν ὑµῖν πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι καὶ κοιµῶνται ἱκανοί» (Α΄ Κορ. ια΄ 27-30). Αὐτὲς οἱ διδασκαλίες τοῦ Ἀποστόλου ἀσχολοῦνται μὲ τὴν ἀτομικὴ λῆψι τῶν Ἁγίων Μυστηρίων καὶ τὴν ἀτομικὴ εὐθύνη. Καὶ ἐὰν ἡ ἀναξία μετάληψίς τους κρίνεται, τότε εἶναι ξεκάθαρον ὅτι, σύμφωνα μὲ τὸν Ἀπόστολον, ἡ ἐπαξία μετάληψίς τους ἐπιφέρει τὸν ἀτομικὸ ἁγιασμό. Εἶναι ἀπολύτως ξεκάθαρον ὅτι ὁ Ἀπόστολος ἀντιλαμβάνεται τὴν Εὐχαριστία ὡς ἕνα μυστήριον: «Τὸ ποτήριον τῆς εὐλογίας ὃ εὐλογοῦµεν, οὐχὶ κοινωνία τοῦ αἵµατος τοῦ Χριστοῦ ἐστι; Τὸν ἄρτον ὃν κλῶµεν, οὐχὶ κοινωνία τοῦ σώµατος τοῦ Χριστοῦ ἐστι;» (Α΄ Κορ. ι΄ 16).


Πῶς μπορεῖ νὰ λέγει κανεὶς ὅτι ἡ ἰδέα τοῦ «μυστηρίου» δὲν ὑπῆρχε στὴν Ἐκκλησία τῶν ἀποστολικῶν χρόνων;


Διατηρώντας τὴν ἀντίληψι περὶ τῆς πλήρους «ἐξω–χρονικότητος» τῆς Εὐχαριστίας στὴν πρώτη Ἐκκλησία, ὁ π. Ἀλ. Σμέμαν θεωρεῖ ὡς καταστρατήγησι τῆς παραδόσεως τὴν σύνδεσί της μὲ ἱστορικὲς ἀναμνήσεις τοῦ Εὐαγγελίου. Γράφει: «Στὴν ἀρχαία Εὐχαριστία δὲν ὑπῆρχε θέµα τελετουργικοῦ συµβολισµοῦ τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς θυσίας του. Αὐτὸ εἶναι θέµα ποὺ προέκυψε ἀργότερα...κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδραση µιᾶς θεολογίας καὶ σὰν ἀφετηρία µιᾶς ἄλλης. Ἡ ἀνάµνηση τοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποία ὁ ἴδιος καθιέρωσε (“Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐµὴν ἀνάµνησιν”), εἶναι ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς παρουσίας του, εἶναι ἡ πραγµάτωση τῆς βασιλείας του...Ἡ Ἐκκλησία συνειδητὰ καὶ ἀνοιχτὰ ἦλθε σὲ ἀντίθεση µὲ τὴ µυστηριολογικὴ εὐσέβεια καὶ τὶς λατρεῖες τῶν µυστηρίων» (σσ. 126-127).


Παρ’ ὅλη τὴν κατηγορηματικότητα τοῦ σχολιασμοῦ τοῦ συγγραφέως στοὺς λόγους «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐµὴν ἀνάµνησιν», αὐτὸς ὁ σχολιασμὸς ἀντιτίθεται στὶς ἐνδείξεις τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὁ Ἀπόστολος λέγει σαφῶς: «Ὁσάκις ἂν ἐσθίητε τὸν ἄρτον τοῦτον καὶ τὸ ποτήριον τοῦτο πίνητε, τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε, ἄχρις οὗ ἂν ἔλθῃ» (Α΄ Κορ. ια΄ 26). Δηλαδή, ἕως αὐτὴν τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου ἡ Εὐχαριστία θὰ συνδέεται μὲ τὴν ἀνάμνησι τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Σταυροῦ.


Καὶ πῶς θὰ μποροῦσαν οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Χριστιανοὶ τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, καθ’ ὃν χρόνον ἐτέλουν τὴν Εὐχαριστία, νὰ παρακάμψουν τὴν σκέψι τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Σωτὴρ ἱδρύοντας τὴν Εὐχαριστία, στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο, ὡμίλησε περὶ τῶν παθημάτων τοῦ Σώματός Του καὶ τῆς ἐκχύσεως τοῦ Αἵματός Του («τὸ ὑπὲρ ὑµῶν κλώµενον», «τὸ ὑπὲρ ὑµῶν καὶ πολλῶν ἐκχυνόµενον»), καὶ στὴν Γεθσημανῆ προσηυχήθη περὶ τοῦ ποτηρίου: «Παρελθέτω ἀπ’ ἐµοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο»; Πῶς μποροῦσαν νὰ μὴν προτάξουν τῆς χαροποιοῦ σκέψεως τῆς ἀναστάσεως καὶ δόξης τοῦ Κυρίου τὴν σκέψι τοῦ Σταυροῦ καὶ τοῦ θανάτου Του; Καὶ ὁ Χριστὸς καὶ οἱ Ἀπόστολοι μᾶς καλοῦν νὰ μὴν λησμονήσουμε ποτὲ τὸν Σταυρόν.

ΠΗΓΗ:


Αλλη όψις


No comments:

Post a Comment